- ηωλιθικός
- η , ό[ν] геол эолитский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηωλιθικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαιότατη περίοδο ζωής τού προϊστορικού ανθρώπου, κατά την οποία αυτός χρησιμοποιούσε ως εργαλεία τους ηωλίθους («ηωλιθική εποχή»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. eolithique < eo (πρβλ. ηώς) +… … Dictionary of Greek
ηωλιθικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην εποχή που ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε ηώλιθους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)